γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
παραφουσουλίνα — η (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος τρηματοφόρων που ανήκει στην οικογένεια φουσουλινίδες και ανακαλύφθηκε σε θαλάσσια πετρώματα τού περμίου, τού οποίου και είναι χαρακτηριστικό απολίθωμα … Dictionary of Greek
σβαγερίνα — η, Ν (παλαιοντ.) γένος απολιθωμένων τρηματοφόρων που ανήκει στην οικογένεια φουσουλινίδες και έζησε κατά το λιθανθρακοφόρο και το πέρμιο … Dictionary of Greek
φουσουλίνα — η, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος τρηματοφόρων που ανήκει στην οικογένεια φουσουλινίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fusulina < λατ. fusus «αδράχτι» + υποκορ. κατάλ. ulus + κατάλ. ina] … Dictionary of Greek
φουσουλινέλ(λ)α — η, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος τρηματοφόρων που ανήκει στην οικογένεια φουσουλινίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fusulinella] … Dictionary of Greek
φουσουλινοειδή — τα, Ν (παλαιοντ.) οι φουσουλινίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. νεολατ. fusulinidae] … Dictionary of Greek
αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής … Dictionary of Greek